Μυρτιώτισσα
Ψυχή μου, ήρθεν ο καιρός
Ψυχή μου, ήρθεν ο καιρός να φύγουμε μακριά
-κερνά το ύστερο η ζωή κρασί μες στο ποτήρι.
Περήφανα σταμάτησε και ρίξε μια ματιά,
στο θλιβερό που αφήνουμε για πάντα πανηγύρι!
-Αλήθεια, πως κουράστηκα! να φύγουμε ποθώ…
Μα τι γλυκά που αντιλαλεί μες στη νυχτιά η καμπάνα!
Απ’ το κλησάκι θα ’ρχεται, που τόσο τ’ αγαπώ,
θυμάσαι, δάκρυα χύσαμε μπρος στου Χριστού τη μάνα.
-Πάντα με δάκρυα πλήρωνα τη λίγη μου χαρά…
-Μα απόψε τι παράξενα που πάλλονται τ’ αστέρια!
Δε μοιάζει το καθένα τους καρδιά που λαχταρά
να σμίξει μ’ άλλη μια καρδιά και να γενούνε ταίρια;
-Ψυχή μου, τώρ’ από σιμά τ’ αστέρια θε να δούμε.
-Ψυχή μου, θα φιλήσουμε του φεγγαριού το στόμα…
-Μα πες μου, γίνεται ποτέ να μην το νοσταλγούμε
το φεγγαράκι το χλωμό που βλέπαμ’ απ’ το δώμα;
-Μέσα στον άγνωστο ουρανό που θε να σε δεχτεί,
το νιώθω, ένα συντάραγμα καινούριο σε προσμένει.
δε θα θυμάσαι τίποτα απ’ τη μάταιη τη ζωή,
τίποτα πια μ’ αυτήνανε, ψυχή, δε θα σε δένει.
-Θα ξεχαστεί κι ο Έρωτας, που τόσο τρυφερά
σου ’πλεκε μια βασιλικιά κορόνα στα μαλλιά σου;
-Ξεδίπλωσε, ξεδίπλωσε τα δυο σου τα φτερά,
κι ετοίμασε σωπαίνοντας, ψυχή, το πέταγμά σου!…