26 Ιουν 2007

Στην ξενιτιά

Μυρτιώτισσα

Στην ξενιτιά


Έρμη τσιγγάνα τριγυρνώ στα πέρατα του κόσμου,
δίχως πατρίδα και δικούς και δίχως συντροφιά.
Λυπήσου με τη δύστυχη, διαβάτη μου και δώσ’ μου
λίγη παρηγοριά.

Πουθ’ έρχομαι; καλά καλά δεν ξέρω, μα θυμούμαι,
πως κάποτ’ έζησα κι εγώ σε σπίτι φωτερό,
πως είχαμε γλυκό ψωμί να φάμε και να πιούμε
νεράκι δροσερό.

Σα σπουργιτάκια τα μικρά παιδιά μου κελαηδούσαν
κι η μάνα μου τους χτένιζε τα ολόχρυσα μαλλιά,
τ’ αδέρφια μου άγρια θεριά στο δάσος κυνηγούσαν
μ’ ατρόμητη καρδιά.

Κι ο άντρας μου σαν ήμερο τριγύριζε λιοντάρι,
μα όταν τη νύχτα στην αδρή του μ’ έκλειν’ αγκαλιά
κι ο ίδιος ο Χάρος θα ’τρεμε σιμά του να με πάρει,
και θε να διάβαινε μακριά.

Κι όλους μαζί μια θεϊκιά μας έσμιγε αγαθότη,
ο λύχνος μας γαλήνευε τα πρόσωπα, η φωτιά
μας ζέσταινε τα γόνατα, και την αυγή εμείς πρώτοι
δεχόμαστε του ήλιου τα φιλιά.

Τώρα μονάχη βρίσκομαι, δεν ξέρω που πηγαίνω,
παραμονεύει με η νυχτιά κι ο λύχνος δίχως λάδι,
το ξένο σπίτι είν’ άπονο για μένα και κλεισμένο,
καμιάς αγάπης γύρω μου το χάδι.

Που να ’στε αγαπημένοι μου; που βρίσκεσαι, μητέρα;
χτυπά τ’ αντρός μου πάντοτε για μένανε η καρδιά;
Έρμη τσιγγάνα με βροχές χτυπιέμαι και μ’ αγέρα,
έρμη τσιγγάνα σέρνομαι σ’ αιώνια ξενιτιά!